φαλαινοθηρίδα

φαλαινοθηρίδα
η, Ν
το φαλαινοθηρικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλαινοθήρας + κατάλ. -ίδα (πρβλ. ναυαρχ-ίδα). Η λ., στον λόγιο τ. φαλαινοθηρίς, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”